ψιλορώτημα

ψιλορώτημα
το, -ατος
λεπτομερής εξέταση, ανάκριση: Για πού το 'βαλες, να 'χουμε και ψιλορώτημα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιλορώτημα — το, Ν [ψιλορωτώ] ερώτηση για λεπτομερή πληροφόρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”